Πώς εξ αιτίας τους παρατάθηκε έως σήμερα ο βυζαντινός μεσαίωνας και χάθηκε η ευκαιρία τής πολιτιστικής επαναφοράςΈγραψε στις 29.05.2009 ο: Λαμπρόπουλος Θεόδωρος
Η κατάλυση της Bυζαντινής «αυτοκρατορίας» από τους Οθωμανούς δεν έγινε ξαφνικά με μια επιδρομή, που οδήγησε στην εκπόρθηση της πρωτεύουσάς της. Σχεδόν έναν αιώνα πριν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1453, οι δύο κυρίαρχες εξουσιαστικές ομάδες τής, συρρικνωμένης σε κάποια ελλαδικά εδάφη, πρώην αυτοκρατορίας, δηλαδή οι μεγάλοι γαιοκτήμονες (φεουδάρχες) και ο κλήρος (Πατριαρχείο και μοναστήρια), είχαν αρχίσει να βολιδοσκοπούν τους Τούρκους και να παζαρεύουν προληπτικά τούς όρους παράδοσης τής επικράτειάς τους, στους διαφαινόμενους κατακτητές.
Όπως θα δούμε παρακάτω, ήδη σχεδόν έναν αιώνα πριν την τελική κατάληψη της Κωνσταντινούπολης έχουμε το πρώτο καλωσόρισμα των Οθωμανών από τα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Αλλά και οι τσιφλικάδες της ελλαδικής ενδοχώρας είχαν ήδη προχωρήσει ενωρίτατα σε συμφεροντολογικές συνεννοήσεις με τους επερχόμενους Οθωμανούς.
H Βυζαντινή Αυτοκρατορία ούτε Βυζαντινή ήταν, ούτε αυτοκρατορία, όταν καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς.
Οι όροι «Βυζάντιο» και «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» επινοήθηκαν τον ιη΄ αιώνα, προκειμένου να εμπεδώσουν τον δήθεν ελληνικό χαρακτήρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στα ιστορικά κείμενα του Μεσαίωνα η συγκεκριμένη αυτοκρατορία ποτέ δεν χαρακτηρίστηκε Βυζαντινή ή Ελληνική (βλ. «Ούτε ένας έλληνας βυζαντινός αυτοκράτορας» και «Η αληθινή "Ιστορία" των ελλήνων στο Βυζάντιο».)
Στο χάρτη φαίνεται, ότι η κατ' ευφημισμό της Ρωμιοσύνης [σσ. ρωμιος=εβραιοχριστιανος που ομιλει Ελληνικα], Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το πρώτο μισό του ιε΄ αιώνα είχε περιορισθεί στην Κωνσταντινούπολη, σε μερικές τριγύρω πόλεις, σε ένα τμήμα της Πελοποννήσου και σε ορισμένα νησιά του Αιγίου, που δεν φαίνονται ευκρινώς στην κλίμακα του χάρτη. (Η Θεσσαλονίκη είχε ήδη καταληφθεί από το 1.430, ύστερα από προδοσία των καλόγερων της μονής Βλατάδων.)
Οι λόγοι προσέγγισης Βυζαντινής Εξουσίας και Οθωμανών
Οι λόγοι για τους οποίους οι δύο κυρίαρχες εξουσιαστικές ομάδες της αυτοκρατορίας επιδίωξαν πολύ νωρίς διαπραγματεύσεις με τους μελλοντικούς κατακτητές ήσαν δύο.
Ο πρώτος είναι, ότι δεν μπορούσαν να τους πολεμήσουν. Η βυζαντινή γραφειοκρατία διαβρωμένη από τη διαφθορά των προαναφερθέντων εξουσιαστών και των αξιωματούχων τους αδυνατούσε να ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς, που απαιτούνταν για τη διεξαγωγή ενός πολέμου τέτοιων απαιτήσεων. Από την άλλη, η εξεύρεση πόρων για έναν τέτοιο πόλεμο δεν θα μπορούσε να γίνει επιτυχώς χωρίς έναν γενικότερο δραστικό εκσυγχρονισμό της φοροαφαιμαγμένης και εξαθλιωμένης μεσαιωνικής βυζαντινής κοινωνίας (εκσυγχρονισμός, που είχε ήδη αρχίσει στη Δύση), πράγμα, που θα προϋπέθετε παραίτηση των εν λόγω εξουσιαστικών ομάδων από τα περισσότερα προνόμιά τους.
Ο δεύτερος λόγος είναι, ότι δεν ήθελαν να πολεμήσουν. Πιεσμένοι τόσο από τους Τούρκους, όσο και από την απομεσαιωνοποιούμενη και ανερχόμενη οικονομικά και πολιτισμικά Δύση, οι φεουδάρχες και ο βυζαντινός κλήρος θεώρησαν ως μή χείρον το να παραδοθούν στους πρώτους έχοντας τουλάχιστον παζαρέψει τη διατήρηση των προνομίων τους. Άλλωστε, παρά τις φαινομενικές διαφορές, οι Οθωμανοί δεν ήσαν φορείς κάποιας ριζικά διαφορετικής κουλτούρας και η βυζαντινή φεουδαρχία, αλλά και ο αρχιφεουδάρχης ορθόδοξος κλήρος, μπορούσαν να ευελπιστούν (όπως και έγινε), ότι θα μετατρέπονταν σε ευνοούμενους τοποτηρητές ενός καθεστώτος, που δεν ήταν αισθητά πιο οπισθοδρομικό και μεσαιωνικό σε σχέση με το δικό τους.
Η φιλοδυτική «Βυζαντινή» μειοψηφία
Μια τρίτη κοινωνική ομάδα αντιπάλων συμφερόντων με τις προηγούμενες δύο, η οποία αλληλοϋποστηριζόταν με το αυτοκρατορικό περιβάλλον των Παλαιολόγων, ήταν οι έμποροι πλοιοκτήτες της Κωνσταντινούπολης (το μόνο μέρος της αυτοκρατορίας, όπου υπήρχε μια υποτυπωδώς σύγχρονη οικονομική δραστηριότητα από πλευράς βυζαντινών). Εν μέσω σφύρας και άκμονος, δηλαδή φεουδαρχών και ορθόδοξου κλήρου, οι έμποροι της Κωνσταντινούπολης και οι Παλαιολόγοι ήταν οι μόνοι, που είχαν ταχθεί υπέρ της δυτικοποίησης της μεσαιωνικής βυζαντινής κοινωνίας. Η συναναστροφή τους με Ιταλιώτες εμπορικούς πράκτορες, που έδρευαν στην Κωνσταντινούπολη, τα συχνά επαγγελματικά ταξίδια τους στη Δύση, η φύση των οικονομικών τους συμφερόντων κ.λπ., τούς είχαν δημιουργήσει μια νέα κοινωνική οπτική. Υποστήριζαν και εργάζονταν για την προσέγγιση με τη Δύση και όταν αυτή δεν έγινε εφικτή βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο υποχρεωμένοι να πολεμήσουν τους Οθωμανούς σε μια μάχη με προεξοφλημένο αποτέλεσμα.
Η στροφή προς τη Δύση για αναζήτηση στρατιωτικής βοήθειας απέναντι στον Οθωμανικό κίνδυνο περνούσε δυστυχώς, όχι μόνο μέσα από εμπορικές ή πολιτιστικές συμφωνίες, αλλά και από την προσέγγιση των δύο κυρίαρχων χριστιανικών δογμάτων, της Ορθοδοξίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού. Γι' αυτό τόσο οι Παλαιολόγοι, όσο και οι πλοιοκτήτες έμποροι της Κωνσταντινούπολης ήταν υποστηρικτές της ενοποίησης των δύο ανταγωνιστικών χριστιανικών εκκλησιών(1).
Η Χριστιανική Ορθοδοξία
στρώνει πρώτη το χαλί στους ομόθεούς της Οθωμανούς
Τις παραμονές της οθωμανικής κατάκτησης η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, του κατεξοχήν φεουδάρχη της αυτοκρατορίας, ήταν δεινή. Κινδύνευε να υποβαθμιστεί οικονομικά τόσο λόγω του στενέματος των ιστορικών περιθωρίων της απαρχαιωμένης φεουδαρχίας, όσο και από την οικονομική διείσδυση των Δυτικών εμπόρων (οι οποίοι δραστηριοποιούνταν κυρίως στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, αλλά είχαν επίσης και την αποκλειστική εκμετάλλευση άλλων σημαντικών λιμανιών στο Αιγαίο). Αλλά μια υπαγωγή της αυτοκρατορίας στη Δυτική οικονομική σφαίρα επιρροής θα σήμαινε επίσης και ένα δεύτερο, πολύ χειρότερο για τους ορθόδοξους θεοκράτες, κακό: την υπαγωγή της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκευτικής Εξουσίας στο Δυτικό Χριστιανισμό -υπαγωγή, που εμφανιζόταν με τη μορφή της ενοποίησης των δύο Εκκλησιών. Υπό αυτές τις συνθήκες η Ορθοδοξία καιροσκοπούσε απροκάλυπτα. Από τη μία, «δια παν ενδεχόμενον», δεν ήθελε να κλείσει την πόρτα στην πιθανότητα θρησκευτικής ένωσης με τον Ρωμαιοκαθολικισμό και γι' αυτό συμμετείχε στις σχετικές διαπραγματεύσεις, που γίνονταν στην Ιταλία μήπως και κέρδιζε κάποιο πλεονέκτημα της τελευταίας στιγμής. Από την άλλη διαπραγματευόταν με τους Οθωμανούς.
Η Εκκλησία διαμόρφωσε τελικά μια αντιενωτική αλλά και, γενικότερα, αντιδυτική θέση (βλ. «Οι περίεργοι θάνατοι "ενωτικών" πριν την Άλωση».) Σε αυτή παρέσυρε και το σύνολο του παντελώς αμόρφωτου, εξαθλι-ωμένου και δουλοπάροικου βυζαντινού πληθυσμού, τον οποίο φανάτισε δημιουργώντας του τέτοιο αντιδυτικό μένος, σε βαθμό, που να δεχτεί τους Οθωμανούς περίπου ως σωτήρες του από το -δυτικότροπο ...;- σατανά. Το φόβητρο τού «να μην χάσουμε τη θρησκεία μας», που επισείει μέχρι σήμερα, έχει ακριβώς εκεί την απαρχή του. Από τότε, ο,τιδήποτε έρχεται από τη Δύση (κοινωνικός φιλελευθερισμός, τεχνολογικές ανακαλύψεις, ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, ακόμα και γεγονότα όπως η Γαλλική Επανάσταση), θεωρούνται από την Ορθοδοξία ως έργα του διαβόλου, ο οποίος έχει κυριαρχήσει επί των, θεωρουμένων ως τρισκαταράτων, Δυτικοευρωπαίων. Το φόβητρο αυτό το επέσεισε κατεξοχήν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, την οποία φυσικά αφόρισε κατ' εξακολούθηση, ερμηνεύοντάς την -ορθώς- ως απόρροια της Γαλλικής και ως μίμηση των «μιαρών Γάλλων». (Βλ. «Τα πλήρη κείμενα των τριών αφορισμών του ΄21 από τον Γρηγόριο Ε΄», «Οι πατριαρχικοί αφορισμοί Μπουμπουλίνας, αρματολών, "κακούργων" σουλιωτών κ.λπ. κ.λπ.» και «Η εγκύκλιος του Γρηγορίου Ε΄ για την καταδίκη του "Συντάγματος" του Ρήγα».) Αντιθέτως η Ορθοδοξία θεωρητικοποίησε και καθαγίασε τη Σουλτανική Εξουσία ως «θεόθεν σταλμένη για να γυμνάζει τους ραγιάδες εις την υπακοήν»(3).
Για τη φιλότουρκη στάση της η Ορθόδοξη Εκκλησία ανταμείφθηκε αμέσως με τα προνόμια, που είχε προσυμφωνήσει με τους κατακτητές (προνόμια κυρίως οικονομικά αλλά και άλλα, όπως δικαστικές αρμοδιότητες). Αλλά απέκτησε και έναν ουσιώδη θεσμικό ρόλο στα πλαίσια της Οθωμανικής Δημόσιας Διοίκησης, εξ ίσου σημαντικό με αυτόν, που είχε επί Βυζαντίου. Αποτέλεσε τον κυριότερο τοποτηρητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Εξουσίας για όλα τα Βαλκάνια. Η Τουρκοκρατία αποτελεί την ακμαιότερη περίοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αυτήν, που η τελευταία αναπολεί συχνότερα.
Ειδικά τα θρησκευτικά προνόμια, που παραχώρησε ο Μωάμεθ, ήταν τα ακόλουθα:
1. Οι εκκλησίες των χριστιανών να μην γκρεμίζονται και να επισκευάζονται.
2. Ο πατριάρχης να ευλογεί τους γάμους χριστιανών και να τους διαλύει.
3. Τα χριστιανικά έθιμα και οι τελετές να τελούνται ανεμπόδιστα. Σχολεία να ιδρύονται. (Σ.σ.: Άρα για ποιά «κρυφά σχολειά» μιλάμε; Βλ. «Η Ιερά Εξέταση του Γρηγορίου Ε΄» και «Η διαιώνιση της ιστορικής απάτης του "κρυφού σχολειού"». )
4. Τα πατριαρχεία να ιεροπρακτούν ελεύθερα.
5. Τα πνευματικά κηρύγματα και οι καθαρώς θρησκευτικές διδασκαλίες, εφ' όσον δεν έθιγαν το Σουλτάνο και το κράτος του, κι αυτά ελεύθερα.
6. Τα μοναστήρια είναι ελεύθερα ν' αποκτούν περιουσίες είτε από αφιερώματα (βακούφια) των χριστιανών, είτε από αγορές.
7. Οι αγοραπωλησίες των μονών να είναι ελεύθερες.
8. Η προσέλευση και η αφιέρωση στο μοναστικό βίο με η χωρίς κούρα να είναι ελεύθερη.
9. Οι χειροτονίες των κληρικών να είναι ελεύθερες.
Οι Βυζαντινοί φεουδάρχες καλούν τους Οθωμανούς
Πολλές δεκαετίες πριν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, οι φεουδάρχες της βυζαντινής (κατά κύριο λόγο, ελλαδικής) ενδοχώρας είχαν ήδη συνάψει σχέσεις με τους Οθωμανούς στρατοκράτες. Οθωμανικά στρατιωτικά αποσπάσματα χρησιμοποιούνταν συχνότατα ως μισθοφόροι των φεουδαρχών (παράλληλα με τα ιδιωτικά φεουδαρχικά στρατιωτικά σώματα) για να καταστέλλουν τις συχνές εξεγέρσεις των δουλοπαροίκων, αλλά και στις ενδοφεουδαρχικές έριδες. Οι Οθωμανοί άρχισαν έτσι να παίζουν ρόλο στα εσωτερικά του Βυζαντίου. Κατ' αυτόν τον τρόπο η Οθωμανική κατάκτηση μοιάζει περισσότερο με βαθμιαία διείσδυση, παρά με καθαρά πολεμικό γεγονός.
Όταν η Δύση διαπίστωσε, ότι οι βυζαντινοί προτιμούσαν να υποταχθούν στους Τούρκους, παρά να κάνουν την παραμικρή παραχώρηση στις Δυτικές Δυνάμεις, δεν διακινδύνευσε έναν πόλεμο με τους αήττητους έως τότε Οθωμανούς, αλλά εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και τους βυζαντινούς εκσυγχρονιστές τής εποχής στην τύχη τους. Οι Οθωμανοί ήταν ένας πολύ δυνατός αντίπαλος ακόμα και για τους θαλασσοκράτορες Βενετούς και Γενοβέζους. Στο κάτω κάτω, ακόμα κι αν οι Δυτικοί έχαναν το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, τούς έμεναν τόσα άλλα στο Αιγαίο και στην Πελοπόννησο, ώστε το εμπόριό τους να μην υποστεί καίριο πλήγμα.
Γιατί και με ποιά έννοια μας αφορά το γεγονός της «Άλωσης»:
Το δίλημμα «Δύση ή Ανατολή;»
Η επιλογή τού να υπαχθεί η χώρα, που σήμερα αποκαλείται Ελλάδα, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και όχι στην Δυτική πολιτισμική σφαίρα είχε αρνητικές συνέπειες, που εκδηλώνονται με αμείωτη ένταση μέχρι σήμερα.
Κατ' αρχήν την εποχή, που η Δυτική Ευρώπη έβγαινε από τον Μεσαίωνα, η μετέπειτα Ελλάδα όχι μόνο δεν παρακολούθησε αυτή την πολιτισμική διαδικασία, αλλά αντιθέτως γλίστρησε σε μια νέα μεσαιωνική περίοδο τεσσάρων επι πλέον αιώνων. Δηλαδή, ο Μεσαίωνας στην Ελλάδα παρατάθηκε τουλάχιστον μέχρι την Ελληνική Επανάσταση. Λέμε «τουλάχιστον» γιατί στην πραγματικότητα ο Βυζαντινός Μεσαίωνας έχει ακόμα αισθητότατη παρουσία και ρόλο στην νεοελληνική πραγματικότητα.
Τι θα είχε συμβεί άν η χώρα, που σήμερα ονομάζεται Ελλάδα είχε συνδέσει από τότε την τύχη της με αυτήν της Δυτικής Ευρώπης; Οπωσδήποτε τέτοιες υποθετικές ερωτήσεις έχουν και εξ ίσου υποθετικές απαντήσεις. Αν ερωτηθεί ένας εκπρόσωπος κάποιου από τους συντελεστές της Τουρκοκρατίας, π.χ. ένας ορθόδοξος επίσκοπος, θα ισχυριστεί, ότι θα είχαμε ξεπουλήσει τις ψυχές μας στον σατανά, ότι θα είχαμε χάσει την ...;ταυτότητά μας και άλλα φαιδρά. Πιθανότατα τα ίδια θα μηρυκάσει και ένας οποιοσδήποτε από τους νεοκοτσαμπασήδες, που λυμαίνονται τη χώρα. Και οι δύο θα εξάρουν αμετανόητα και ανερυθρίαστα τον ...;εθνοσωτήριο ρόλο της Ορθοδοξίας.
Μάλιστα πρόσφατα ο πρώην χριστιανορθόδοξος αρχιεπίσκοπος είχε το θράσος να ισχυριστεί, ότι η δυτικοευρωπαϊκή νοησιαρχία (δηλ. ο Διαφωτισμός, που οδήγησε στη Γαλλική και στην Ελληνική Επανάσταση) έκανε ...; κακό επειδή έφερε την απιστία στον θεό. Το μεσαιωνικό (αντι)πνεύμα επιβιώνει ακμαιότατο στην νεοελλάδα του 21ου αιώνα.
Ωστόσο, μια απλή σύγκριση των περιοχών, που κατάφεραν και κράτησαν οι Δυτικοί από τους Οθωμανούς (Επτάνησα, τμήματα της Πελοποννήσου και της Κρήτης κ.λπ.) και των περιοχών, που περιήλθαν υπό Τουρκική κυριαρχία (δηλ. ουσιαστικά παρέμειναν βυζαντινές) φανερώνει δύο πολύ διαφορετικές Ελλάδες με ένα τεράστιο πολιτισμικό χάσμα ανάμεσά τους. Δεν πρόκειται απλώς για αισθητική διαφορά (π.χ. ομολογουμένως ωραιότερες πόλεις, μνημεία και δημόσια έργα στις -λίγες- περιοχές, που κατείχαν οι Δυτικοί, κακογουστιά και μιζέρια στις -πολύ περισσότερες- περιοχές, που κατείχαν οι Τούρκοι). Πρόκειται για βαθύτατες δομικές διαφορές, που αφορούν στο γενικότερο πολιτισμικό επίπεδο. Οπωσδήποτε η Δυτική κατοχή υπήρξε το ίδιο στυγνή με την Οθωμανική, αλλά οι κάτοικοι των περιοχών, που απελευθερώθηκαν από την Δυτική κατοχή βρέθηκαν να είναι σε τόσο καλύτερη μοίρα από τους υπόλοιπους, που είχαν διάγει υπό Τουρκική, ώστε συχνότατα να μην επιθυμούν την ένωσή τους με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Η έντεχνη συγκινησιακή διαστροφή και εκμετάλλευση τής σημασίας τής άλωσης της Κωνσταντινούπολης σε «Μεγάλη Ιδέα» και σε γελοιότητες περί «μαρμαρωμένου βασιλιά», ανασύστασης της πρώην Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κ.λπ., έγινε απλώς για να διατηρηθεί ιδεολογικά ο βυζαντινισμός, για να συσκοτιστεί η ιστορική αλήθεια και για να αποτραπεί η εξαγωγή των ορθών ιστορικών συμπερασμάτων από το εν λόγω γεγονός.
Γι' αυτό, ακόμα και σήμερα, οι νεοέλληνες δεν έχουν αποφασίσει άν ανήκουν στο Δυτικό Πολιτισμό (τον οποίο ουσιαστικά θεμελίωσαν αυτοί, που θεωρούν ως προγόνους τους), ή στην Ασιατική Ανατολή. Αλλοιθωρίζουν αμήχανα ανάμεσα στα κοινωνικά, επιστημονικά κ.λπ. επιτεύγματα της Δύσης και στην ανατολίτική τους «παράδοση» (μια «παράδοση» εντελώς πλαστή και κατασκευασμένη, στην οποία τους κρατά εγκλωβισμένους εδώ και δεκαεπτά αιώνες η ανατολικορθοδοξία). Αντιμετωπίζουν με κομπλεξισμό και ειρωνεία το Δυτικό Πολιτισμό και τους «κουτόφραγκους» (παρ' όλο, που καταναλώνουν με τριτοκοσμικό νεοπλουτισμό και επιδειξισμό τα δυτικά επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα), έναν πολιτισμό, που είναι φανερό, ότι δεν μπορούν να τον κατανοήσουν στην ουσία του, αλλά,μόνο να πιθηκίζουν τα επιφανειακά του γνωρίσματα.
Ενώ κατά τον ίδιο προπαγανδιστικό τρόπο εξαίρονται οι υποτιθέμενες αρετές του ρωμιού, όπως το «φιλότιμο» (έννοια νεφελώδης, που ο καθένας χρησιμοποιεί κατά βούληση και όπως τον συμφέρει), η «κοινωνικότητα» (δηλ. το γλύψιμο, οι δημόσιες σχέσεις, η αναζήτηση «μέσου» και οι τρικλοποδιές στους ικανότερους), η «φιλοξενία» (του οδηγού ταξί που κατακλέβει τους τουρίστες) και φυσικά ο ωραίος καιρός (εμείς τον φτιάξαμε) και η ομορφιά της χώρας (που την γεμίζουμε με σκουπίδια, ή την καίμε). Η αυτογνωσία δεν ήταν ποτέ στα γνωρίσματα του βυζαντινισμού, η υποκρισία όμως σίγουρα.
Συχνότατα οι ρωμιοί αισθάνονται κατά έναν βλακώδη μυστικιστικό τρόπο, ότι υπερέχουν απέναντι στους Δυτικούς, μόνο και μόνο επειδή είναι ...; χριστιανορθόδοξοι, αναπαράγοντας έτσι τον πανούργο τρόπο, με τον οποίο τους κράτησε -και ουσιαστικά τους κρατάει ακόμα- απομονωμένους από τον ανεπτυγμένο κόσμο, η χριστιανορθόδοξη ιδεολογία (το ίδιο ακριβώς κόμπλεξ ανωτερότητας έχουν συνήθως και οι μουσουλμάνοι. που ζούν σε Δυτικές χώρες και γι' αυτό στην συντριπτική τους πλειοψηφία αρνούνται με πείσμα να ενσωματωθούν δημιουργικά στο Δυτικό Πολιτισμό) .
* * *
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης παρά την δευτερεύουσα σημασία της ως ιστορικού γεγονότος (αφού ουσιαστικά η «αυτοκρατορία» είχε πάψει προ πολλού να υφίσταται), αποτελεί για τους νεοέλληνες ένα πολιτισμικό ορόσημο: γιατί αυτό που χάθηκε τότε δεν ήταν, όπως ισχυρίζεται η δακρύβρεχτη ελληνοχριστιανική προπαγάνδα, το -μεσαιωνικό και ανθελληνικό- «Βυζάντιο», αλλά η μοναδική ιστορική ευκαιρία της μετέπειτα Ελλάδας να επανενταχθεί στην πολιτισμική πορεία, που δρομολόγησαν οι αρχαίοι έλληνες και στην οποία βαδίζει τα τελευταία πεντακόσια χρόνια ο δυτικός Κόσμος.
Σημειώσεις
(1) Για περισσότερα σχετικά με τη μερίδα των φιλοδυτικών του «Βυζαντίου» βλ. Τόνιας Κιουσοπούλου «Βασιλεύς ή Οικονόμος -Πολιτική εξουσία και Ιδεολογία πριν την Άλωση», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2007.
(2) Όπως αναφέρεται στον Γ. Κορδάτο από τον Σμυρνάκη (Τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σ. 34).
(3) Βλ. κείμενα της εκκλησιαστικής προπαγάνδας όπως η Πατρική Διδασκαλία, «Ο δουλοπρεπής όρκος υποταγής των πατριαρχών στο σουλτάνο» και «Η άγνωστη αλληλογραφία μεταξύ των Πατριαρχείων (1564-1863 μ.Χ.)».
(4) Ο πληθυσμός της Πόλης έφτανε τους 100.000 κατοίκους, ίσως και κοντά στις 200.000, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες. Μόνο στον μέσα από το Κάστρο χώρο υπήρχαν τρακόσια μοναστήρια και πάνω από δέκα χιλιάδες καλόγεροι. Ο Φραντζής (σελ. 240), γράφει, πως ο στρατός του Κωνσταντίνου αποτελούνταν από τέσσερις χιλιάδες Βυζαντινούς και δύο χιλιάδες ξένους - καθολικούς (Γενοβέζους, Βενετσάνους, Κρήτες, Ισπανούς κ.τ.λ.). Άλλοι όμως, ανεβάζουν το στρατό, που υπερασπιζόταν την Κωνσταντινούπολη σε έξη χιλιάδες Βυζαντινούς και τρείς χιλιάδες ξένους.
(5) Βλ. την αλληλογραφία του Μωάμεθ του Β' με τους φεουδάρχες άρχοντες της Πελοποννήσου το 1454 (παρατίθεται από τον Κωνσταντίνο Σάθα, Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει, σ.127).
(6) Για περισσότερα σχετικά με τη στάση και δράση των «βυζαντινών» φεουδαρχών και μετέπειτα κοτσαμπασήδων βλ. Ομάδα ενάντια στη Λήθη «Κυριαρχία και κοινωνικοί αγώνες στον ελλαδικό χώρο», εκδόσεις Αναρχική Αρχειοθήκη, Αθήνα 1996.
(7) Είναι αξιοσημείωτο ότι οι εβραιοχριστιανοι μουσικοι συνθέτες μας έχουν συχνότατα εκφραστεί υποτιμητικά για τη ροκ μουσική (και ειδικά όταν την υπηρετούν Έλληνες, οι οποίοι θεωρούνται έτσι ως ξενομανείς και «αρνητές» της καταγωγής τους), τη στιγμή που η απαξιωμένη δημοτική παράδοση, προσεγγίστηκε με σεβασμό ακριβώς από σπουδαία ελληνικά ροκ σύνολα, όπως οι Aphrodite's Child, οι Ακρίτας και οι Socrates ...;
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε κατοικους Ελλαδος ΔΕΝ γινονται δεκτά τα γκριγκλις.
Εαν ειστε κατοικος εξωτερικου και δεν μπορειτε να χρησιμοποιησετε Ελληνικο αλφαβητο, θα μεταφραζω εγω τα σχολια και θα τα παραθετω διπλα η κατω απο το δικο σας.
Σχολια σε αλλη γλωσσα επιτρεπονται.