Ο Ακρίσιος, ο βασιλιάς του Άργους, έλαβε χρησμό που έλεγε ότι θα τον σκότωνε ο γιος που θα γεννούσε η κόρη του η Δανάη. Γι᾽ αυτό έκλεισε την (ανύπαντρη) κόρη του σ᾽ έναν υπόγειο χάλκινο θάλαμο. Ο Δίας μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή και ενώθηκε με τη Δανάη. Από την ένωση αυτήν γεννήθηκε ο Περσευς. Ο Ακρίσιος, για να αποτρέψει την εκπλήρωση του χρησμού, έβαλε μάνα και γιο σε μια λάρνακα (κασέλα) και τους έριξε στη θάλασσα. Τελικά σώθηκαν στην Σέριφο.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί -το μόνο που σώζεται από το ποίημα- περιγράφεται η στιγμή που η Δανάη, μέσα στο αγριεμένο πέλαγος, παίρνει στην αγκαλιά της τον μικρό Περσέα που κοιμάται και του μιλάει τρυφερά.
Δεν γνωρίζουμε από ποιο ποίημα προέρχεται το απόσπασμα. Ενδέχεται να ήταν, όπως έχει υποστηριχθεί, διθύραμβος, θρήνος ή επινίκια ωδή. Η σύνθεση αυτή πιθανώς είχε τη συνήθη για τη χορική ποίηση τριαδική δομή (στροφή - αντιστροφή -επωδός). Εικάζεται ότι ίσως έχουμε το τέλος μιας αντιστροφής (στ. 1 -7), την επωδό (στ. 8-20) και την αρχή της επόμενης στροφής (στ. 21-7).