(Από το «Πριν», 18 Νοεμβρίου 2012)
Ο εμετικός ισχυρισμός πως η χούντα κατέστειλε την εξέγερση του Πολυτεχνείου χωρίς να... πειράξει κανέναν αποτελεί μέρος μιας «τριλογίας», η οποία βεβαίως προϋπήρχε της εισόδου της «Χρυσής Αυγής» στη Βουλή - απλώς, τώρα δυνάμωσε η ένταση. Τα άλλα δυο «σκέλη»: Το παραμύθι των «αδιάφθορων συνταγματαρχών» κι ο μύθος της «φιλολαϊκής», «πετυχημένης» οικονομικής πολιτικής της χούντας. Σε αυτόν εστιάζουμε σήμερα την προσοχή μας.
Οι παραλλαγές, άφθονες: «Με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο η Ελλάδα γνώρισε προκοπή», φώναζε ο Μιχαλολιάκος, τον Ιούνιο. «Τότε ο κόσμος έτρωγε ψωμάκι», συμπληρώνουν άλλοι. Τα σχετικά κλισέ αναπαράγονται στις τάξεις ανθρώπων που κατά τα άλλα δεν έχουν ιδεολογικές – πολιτικές «συγγένειες» με την «Εθνοσωτήριο».
Οι λόγοι, πολλοί κι αλληλοσυμπληρούμενοι. Η άγνοια. Η οργή για τη σημερινή κατάσταση, η οποία εύκολα γίνεται οργή εναντίον της μεταπολιτευτικής γενιάς που κυβέρνησε και κυβερνά, ασχέτως αν - αυτό κι αν είναι τραγέλαφος- οι κυβερνώντες εδώ και αρκετό καιρό αφορίζουν τη μεταπολίτευση, μανιωδώς! Ο εξ αντανακλάσεως εξωραϊσμός της χουντικής περιόδου, εξ αιτίας του μένους του πολιτικού «μέινστριμ» εναντίον της μεταπολίτευσης. Η αφελής, κωμικοτραγική ιδέα ότι κάπως έτσι «πικάρεται» ο σύγχρονος κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός. Η εξαφάνιση μιας θεμελιώδους βεβαιότητας, ευεργετικής για τις όλες τις γενιές από το 1950 κι εντεύθεν: «Όσο και να δυσκολεύομαι, το παιδί μου θα ζήσει καλύτερα από εμένα».
Όπου δεν ζει ελπίδα, βασιλεύει ο παραλογισμός: Γιατί πχ να αντιδιαστέλλεται ο σημερινός εφιάλτης προς την περίοδο 1967- 74 κι όχι προς κάποια... προγενέστερη ή μεταγενέστερη; Τι υποτίθεται πως αποδεικνύουν τα άλματα στο χρόνο; «Στη χούντα ο κόσμος είχε δουλειά» επισημαίνουν ορισμένοι, παραβλέποντας ότι πολύ χαμηλά ήταν τα ποσοστά της καταγεγραμμένης ανεργίας πχ καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, συν τοις άλλοις επειδή η... μισή Ελλάδα είχε μεταναστεύσει.
Ναι, παρά την ουσιαστική οικονομική του κατάρρευση το ’73 –’74 (αλήθεια, δεν την πήραν ποτέ χαμπάρι οι... υμνωδοί;), το χουντικό καθεστώς «παρέδωσε» ανεργία 2%. Ε, και; Τεκμαίρει αυτό κάποια υπεροχή έναντι της μεταπολίτευσης; Το 1976, έτος κατά το οποίο οι βιομήχανοι κατηγορούσαν για «σοσιαλμανία» (!) τον Καραμανλή, η ανεργία έπεσε για πρώτη φορά κάτω από 2% και παρέμεινε έτσι, καθηλωμένη, έως το 1980 (2,7%), όταν έγιναν πλέον αισθητές κι εδώ οι συνέπειες της δεύτερης μεγάλης διεθνούς κρίσης της δεκαετίας (1979).
Αρέσει –δεν αρέσει, το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων στην Ελλάδα ανήλθε χάρη στο ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης και τις κοινωνικές κατακτήσεις που αυτός επέβαλλε. Ας σκούζουν όσο θέλουν «λαϊκίζοντες» νοσταλγοί και «αντι- λαϊκιστές» Λοβέρδοι, υποκριτές ή αδαείς, φασιστικά ζόμπι και οικονομικά λόμπι...
Μόνο που οι μισθοί είχαν αυξηθεί την περίοδο της... «αναρχίας»!
Σαν θαυματουργή εκδοχή ρωσικής κούκλας τύπου «μπάμπουσκα» δείχνει το υποτιθέμενο «οικονομικό θαύμα» της χούντας (γελάς ακόμη κι όταν το «φυλακίζεις» σε εισαγωγικά!). Ως γνωστόν, μία «μπάμπουσκα» περικλείει κάποια άλλη. Ποια βλέπεις; Φυσικά τη μεγαλύτερη. Έλα όμως που ορισμένοι κατορθώνουν να βλέπουν κατ΄ ευθείαν το δήθεν «θαύμα» των συνταγματαρχών κι όχι το περίβλημά του. Να αγνοούν, δηλαδή, ότι ολόκληρη η περίοδος 1961- 1973 έχει χαρακτηριστεί - για συγκεκριμένους λόγους- ως «χρυσή εποχή» της ελληνικής οικονομίας. Φαίνεται λοιπόν πως το μυστρί του Παττακού έχει λειτουργήσει και ως τρυπάνι, ανοίγοντας ξεχωριστά οπτικά πεδία - ή απλώς- τρυπώντας μυαλά...
Για να αποτιμήσει κανείς τα «θαυματουργά» στοιχεία της περιόδου μέχρι το 1971- 72 (διότι τη συνέχεια ούτε ο ... Γεωργαλάς θα τολμούσε να χαρακτηρίσει «λαμπρή»), οφείλει, πρώτον, να εξετάσει τη «μπάμπουσκα -περίβλημα» και, δεύτερον, να δει τι, πότε, προς όφελος ή σε βάρος ποιών άλλαξε στην περίοδο της στρατιωτικής - φασιστικής δικτατορίας.
Σε αδρές γραμμές, τα χαρακτηριστικά της περιόδου 1961-73 ήταν ενιαία. Πρώτον, υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης- χάρη, κυρίως, στην οικοδομή και τον τουρισμό. Ρυθμοί συμβατοί προς το διεθνές αναπτυξιακό «κύμα» κι ενίοτε υψηλότεροι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, καθώς η εγχώρια μεταπολεμική οικονομία εκκινούσε από χαμηλότερο επίπεδο και φυσιολογικά «έπαιρνε μπόι» απότομα... Ήταν η «χρυσή εποχή» του παγκόσμιου καπιταλισμού, που εφορμούσε καθισμένος στο άρμα του αγέρωχου -ακόμη- κεϋνσιανισμού.
Δεύτερο χαρακτηριστικό της περιόδου 1961- 73, στην Ελλάδα: Σημαντικότατη υστέρηση των μισθών, έναντι των αναπτυξιακών δεικτών, της εργασιακής παραγωγικότητας, των κερδών. Στη δεκαετία του ‘60 το μέσο εισόδημα μιας εργατικής οικογένειας κάλυπτε λιγότερο του 70% των ανελαστικών δαπανών για αξιοπρεπή διαβίωση. Στην προδικτατορική Ελλάδα της δεκαετίας του ΄60, οι μισθοί ακολούθησαν τις αυξητικές επιδόσεις της παραγωγικότητας μόνο κατά την τριετία 1964- 1966 (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ΄). Το 1964 τις ξεπέρασαν αρκετά, το 1965 υστέρησαν λίγο, το 1966 «νίκησαν» με «διαφορά στήθους». Το ίδιο συνέβη και στο - «φαυλοκρατικόν» μέχρι τον Απρίλιο και «εθνοσωτήριον» κατόπιν - 1967.
Ήδη προκύπτει ένα συμπέρασμα που φυσικά δεν θα αρέσει στους θαυμαστές των ζόμπι του φασισμού: Πραγματική αύξηση των μισθών έγινε στην περίοδο της μεγάλης ανόδου των λαϊκών διεκδικήσεων 1964- 67. Επί «αναρχίας» και «οχλοκρατίας», όπως θα έλεγαν οι ίδιοι...
Τρίτο χαρακτηριστικό: Χαμηλός πληθωρισμός- αν κι όχι μέχρι το ΄73... Τέταρτο: Χαμηλή, επισήμως καταγεγραμμένη, ανεργία- από 2% έως 5,9%. Οι εν λόγω δείκτες, βεβαίως, αφορούσαν όσους παρέμεναν στην Ελλάδα. Διότι κάποια στιγμή, στη δεκαετία του ΄60, ο μισός αντρικός πληθυσμός ηλικίας 20- 40 ετών εργαζόταν «στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές», σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στην Αμερική, την Αυστραλία.
Αυτά ήταν εν ολίγοις τα χαρακτηριστικά των... «γκλόρι ντέις» των σίξτις, που «ένωναν» τα μεγάλα έργα με τη μετανάστευση, το Μον Παρνές με τη φτώχεια, τους αναπτυξιακούς δείκτες με την αστυφιλία (η γεωργία αντιπροσώπευε το 34% του ΑΕΠ το 1950 και το 23,6% το 1967), τα υπερκέρδη των μεγαλοεργολάβων με την επέκταση του τομέα των υπηρεσιών (41% του ΑΕΠ το 1950 και 50,3% το 1967). Τι νέο έφερε ή τι αφαίρεσε η δικτατορία των συνταγματαρχών, η «μικρή μπάμπουσκα»; Προς όφελος ποιών;
Οι οικονομικοί προσανατολισμοί έμειναν κατά βάση ίδιοι. Δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στον τουρισμό, όπως και στην οικοδομή. Τον πρώτο τον τροφοδοτούσε το καλό διεθνές οικονομικό κλίμα. Σε ότι αφορά τη δεύτερη, η περαιτέρω ανάπτυξή της, άναρχη και ισοπεδωτική (στην κυριολεξία!), δικαίωσε πλήρως τη σκωπτική λαϊκή ρήση που εκστομιζόταν –φυσικά- ψιθυριστά: «Αυτοί ψοφούν για βαριά οχήματα: Πρώτα τανκς, μετά μπουλντόζες!»
Μόνο μέσα στο 1969, στην Αθήνα κατεδαφίστηκαν περισσότερα από δέκα νεοκλασικά και αρχοντικά κτήρια, όπως το παλιό (από το 1836) Ωδείο και το αρχοντικό του Κανάρη, που είχαν διασωθεί από την προηγηθείσα ... παράκρουση των δεκαετιών της αντιπαροχής. Από τον Ιανουάριο του ’68 ο ίδιος ο Παττακός είχε ανακοινώσει ανεγέρσεις πολυκατοικιών άνευ περιορισμού στο ύψος, η δε «αισθητική» των περισσότερων εξ όσων κατασκευάστηκαν καλύτερα να μην επισύρει κανένα σχολιασμό.
Μεγάλοι κερδισμένοι της εποχής, βεβαίως, ήταν οι εργολάβοι, αλλά και το άλλο ζηλευτό «Ε»: Οι εφοπλιστές. Η χούντα τους «πριμοδότησε» νωρίς- νωρίς, σε βαθμό απερίγραπτο, με νόμους όπως ο 89/1967 και ο 378/68.
Απλό δείγμα από το Νόμο 378/68- κρατήστε μόνο την ανάσα σας: «Πλοία υπό ξένη σημαίαν πάσης κατηγορίας πρακτορευόμενα ή διαχειριζόμενα ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπον (... ) απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος, ως και παντός εν γένει τέλους, φόρου, δασμού, εισφοράς ή κρατήσεως, υφισταμένου ή επιβληθεισομένου εις το μέλλον διά το εισόδημα αυτών το κτώμενον εξ εργασιών μέσω ή διά των άνω εταιριών. Της αυτής φορολογικής απαλλαγής απολαύουσιν και οι πλοιοκτήται, εφοπλισταί ή οι καθ΄ οιονδήποτε τρόπον εκμεταλλευόμενοι τα πλοία ταύτα μέσω ή διά των ως άνω εταιριών».
Όπως αντιλαμβάνεστε, οι... «αντισυστημικοί» λεβέντες της «Χρυσής Αυγής» επέδειξαν πλήρη ιστορική συνέπεια προσφάτως, στη Βουλή, όταν διαδραμάτισαν ρόλο φανατικών φορολογικών συνηγόρων των εφοπλιστών! (Αφήνουμε για επόμενο σημείωμα την ανάδειξη της «κάστας» των αξιωματικών και τα ειδικά προνόμια που απέκτησαν).
Τι γινόταν όμως με τους... κοινούς θνητούς; Με εξαίρεση το 1967 και το 1968, στα χρόνια της χούντας οι μισθοί υπολείπονταν κατά πολύ του επιπέδου της παραγωγικότητας της εργασίας (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους). Όπως υπολόγισε ο Σάκης Καράγιωργας, τα κέρδη της βιομηχανίας στην περίοδο 1967-73 αυξήθηκαν κατά 80% και οι αμοιβές των εργαζομένων κατά 46%.
Το χουντικό καθεστώς, λοιπόν, μοίραζε αναλόγως ψωμί (ή «κουλούρια και λαχεία» , όπως τραγούδησε αργότερα ο Σαββόπουλος) και παντεσπάνι, με τρόπο κραυγαλέα ταξικό. Πρόσεξε βεβαίως στα πρώτα έτη να μοιράσει την πίτα με τρόπο που θα το βοηθούσε να αποκτήσει λαϊκή ανοχή ή και αποδοχή.
Αντιπροσωπευτική της ρηχότητας της «κοινωνικής – αναπτυξιακής» πολιτικής του ήταν η περίφημη παραγραφή (30 Μαρτίου 1968) των αγροτικών χρεών προς την Αγροτική Τράπεζα που είχαν σωρευτεί πριν από το πραξικόπημα 1967. Συγκεκριμένα, 7,4 εκ. δρχ χρωστούσαν φυσικά πρόσωπα και άλλα 384 εκ. δρχ συνεταιριστικές οργανώσεις. Υπό τους ήχους των προπαγανδιστικών... δοξολογιών που αφιέρωνε το καθεστώς στον εαυτό του, αλλά κι αφ’ ότου άρχισαν να καταλαγιάζουν τα αυτιστικά χουντικά «ωσαννά», το κύμα της αστυφιλίας συνέχισε – ακλόνητο- να στέλνει τους «ευνοημένους» της επαρχίας στην Αθήνα. Τόσο πολύ είχε... στηριχτεί η αγροτική παραγωγή.
«Έστω κι έτσι, ο κόσμος στην επαρχία ζούσε καλύτερα απ’ όσο πριν» θα πουν κάποιοι, λησμονώντας ότι επί δεκαετίες κάθε «πριν» παρέπεμπε σε χειρότερες συνθήκες διαβίωσης: Προφανώς το 1965 ο κόσμος στην επαρχία ζούσε καλύτερα από όσο το 1955 και απείρως καλύτερα εν συγκρίσει προς την εποχή των... λήσταρχων Ρετζαίων! Άλλωστε τα εμβάσματα της πρώτης γενιάς μεταναστών, τα οποία κατέφθαναν εδώ, βοηθούσαν κόσμο. Αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 (δηλαδή πριν από την «εθνοσωτήριο») άρχισε να μειώνεται ο αριθμός όσων έφευγαν στο εξωτερικό για μόνιμη μετανάστευση.
Στα χρόνια της δικτατορίας παρέμεινε έντονη η έμψυχη «εκροή», μόνο που πλέον υπερτερούσαν αριθμητικά όσοι αναχωρούσαν για προσωρινή μετανάστευση. Λχ το 1971 έφυγαν για μόνιμη μετανάστευση 61.000 άνθρωποι και 75.000 για προσωρινή. Οι 61.000 «μόνιμοι» συνιστούν βεβαίως σημαντική κάμψη σε σχέση με τους 117.000 του 1965. Συνολικά, όμως, το 1971 έφυγαν – κυρίως προς ευρωπαϊκές χώρες και λιγότερο προς υπερωκεάνιους προορισμούς- 136.000 άνθρωποι. Με άλλα λόγια: Το 4,20% του –τότε- οικονομικά ενεργού πληθυσμού μετανάστευσε μέσα στο 1971, δηλαδή όταν ολοκληρωνόταν το «οικονομικό θαύμα» (θα δούμε αργότερα τι συνέβη κατόπιν) της χούντας.
Α, κάτι ακόμη: Μολονότι ένα από τα στοιχεία της οικονομικής... λαμπρότητας των συνταγματαρχών ήταν η χορήγηση φορολογικών κινήτρων στις βιοτεχνίες, από τους 75.000 που έφυγαν για προσωρινή μετανάστευση το 1971 οι 66.431 ήταν τεχνίτες- βιοτέχνες (στοιχεία Ιστορικού Λευκώματος εφημερίδας «Καθημερινή»).
Αρκετός κόσμος θυμάται ή έμαθε ότι στα χρόνια της χούντας το χωριό του απέκτησε δρόμο, τηλέφωνο, ηλεκτρικό ρεύμα. Πόσο τεκμαίρουν αυτά κάποιο «θαύμα»; Περίπου όσο μπορεί να ανακηρυχθεί θαυματοποιός ο Χ. Τρικούπης λόγω της ηλεκτροδότησης της Αθήνας (1889) ή ο Γ. Θεοτόκης, επειδή επί των ημερών του (1908) άρχισε η ηλεκτροκίνηση των τραμ της Αθήνας, ή, ή, ή... Για να σηκώσει ψηλά τα χέρια η επιστήμη δεν χρειάζεται το περίστροφο κανενός Ντερτιλή! Αρκούν τα μυαλά των θαυμαστών του...
Από το «ολιγώτερον θα φάγωμεν» στα πικρά ανέκδοτα...
Τη Δευτέρα, 15 Δεκεμβρίου 1969, δυο γεγονότα δέσποζαν στην επικαιρότητα. Το πρώτο ήταν η εκτέλεση δυο Γερμανών (στην Αίγινα και την Κέρκυρα), οι οποίοι είχαν καταδικαστεί για τους φόνους πέντε Ελλήνων. Το δεύτερο, η – μεταδοθείσα από ραδιόφωνο και τηλεόραση- «βαρυσήμαντος ομιλία» του Παπαδόπουλου. Λίγοι αντελήφθησαν ότι η ομιλία του «πρωθυπουργού» της χούντας ήταν όντως σημαντική, διότι επί της ουσίας προανήγγειλε – από νωρίς, είναι αλήθεια- μια άλλη «εκτέλεση»: Το τέλος του «ευδαιμονισμού». Έννοια που διαχρονικά, όταν εκπορεύεται από χείλη κυβερνώντων, ανακατεύει στο... μίξερ τα πάντα: Από την αξίωση καλύτερης ζωής, μέχρι τον καταναλωτισμό ενός τμήματος της κοινωνίας, που «τα βολεύει μια χαρά».
Αυστηρή ήταν η «γραμμή» του δικτάτορα: «Ολιγώτερον θα φάγωμεν, κύριοι, ολιγώτερον θα απαιτήσωμεν υπέρ ημών, ολιγώτερον θα θέσωμεν εις την τράπεζαν δια την ικανοποίησιν των ιδικών μας αναγκών(...) Αντιληφθείτε το όλοι οι Έλληνες. Δεν είναι καιρός να επιδιώξωμεν την ικανοποίησιν εις ότι αφορά τον ευδαιμονισμόν». Κάποιοι ίσως να σκέφτηκαν ότι εννοούσε πχ τα σπασμένα πιάτα στα μπουζούκια. Κανείς όμως δεν φανταζόταν, στη χαραυγή της δεκαετίας του ’70, ότι τρία χρόνια αργότερα σύμπτωμα ευδαιμονισμού θα ήταν και... μια μπριζόλα στο πιάτο!
«Το κρέας αποτελεί προϊόν, του οποίου το κόστος και αντιστοίχως η τιμή διαθέσεως τυγχάνουν υψηλά, διό κατά κανόνα καταναλίσκεται τούτο περισσότερον εις χώρας με υψηλόν βιοτικόν επίπεδον»! Ποιος και πότε το είπε; Ο «αντιπρόεδρος» Μακαρέζος, τον Ιανουάριο του ’73. Γιατί το είπε; Για να «εξηγήσει» την αύξηση της τιμής του κρέατος κατά 38%. Το «οικονομικό θαύμα» πλέον δεν σωζόταν ούτε... με θαύμα.
Από το 1972 ο πληθωρισμός είχε ανέλθει στο 4,42% - ο μεγαλύτερος από τη χαραυγή των σίξτις με εξαίρεση το ’66 (4,8%). Τα χειρότερα, όμως, με τον πληθωρισμό δεν είχαν καταφθάσει ακόμη: Το 1973 «σκαρφάλωσε» στο 15,55% και το 1974 στο ασύλληπτο 26,9%! Η ακρίβεια κατέτρωγε τα λαϊκά εισοδήματα που δεν ήταν άλλωστε εκείνα του 1967-68, τα δε περί οικονομίας ανέκδοτα πλήθαιναν. «Γιατί ο Παπαδόπουλος θα πάρει Νόμπελ Χημείας; Γιατί κατάφερε να κάνει τη δραχμή σκ...». Το ’73 η ανάπτυξη μειώθηκε στο 8,1% από το 10,2% του ’72. Το ’74 καταβαραθρώθηκε στο – μείον 6,4%.
Μήπως τουλάχιστον οι θεματοφύλακες της δημοσιονομικής πειθαρχίας μπορούν να επαινέσουν τη χούντα για κάποια διαχείριση «σύνεσης» και «εγκράτειας»; Αστεία πράγματα! Αν το κάνουν, θα θυμίσουν απλώς τους οπαδούς του... Μητσοτάκη που εξυμνούν τη «σφικτή» πολιτική της περιόδου 1990-93 και μένουν με το στόμα ανοιχτό όταν τους λες πως το «ίνδαλμά» τους εκτόξευσε το χρέος από το 80% στο 111% του ΑΕΠ!
Ελλείψει ουσιαστικής, ανθεκτικής στο χρόνο, παραγωγικής συγκρότησης, τα τουριστικο- οικοδομικά (ή άλλα) χουντικά «επιτεύγματα» στηρίχτηκαν στον κολοσσιαίο δανεισμό, μεγεθύνοντας έτσι το δημόσιο χρέος σε βαθμό πολύ μεγάλο, για τα μέτρα της εποχής.
Ενδεικτκά αναφέρουμε πως το σύνολο εσωτερικού και εξωτερικού δανεισμού το 1966 ήταν 3,5 δισ. δρχ και το 1972 έφθασε τα 15,8 δισεκατομμύρια. Το δημόσιο χρέος το 1966 ήταν 32,1 δισ. δρχ και αντιπροσώπευε το 19,28% του ΑΕΠ και το 1972 είχε ανέλθει σε 87,5 δισεκατομμύρια, αντιστοιχώντας στο 26,77% του ΑΕΠ (Στατιστική Επετηρίδα). Μπορεί αυτοί οι αριθμοί να μην προκαλούν την παραμικρή εντύπωση σήμερα, αλλά τότε δεν ήταν έτσι. Το δε ποσοστιαίο άλμα ήταν μεγάλο, για τη συγκεκριμένη τάξη μεγέθους.
Για να είμαστε ακριβείς: Ο δανεισμός συνέχισε να «τραβά την ανηφόρα» και στα κατοπινά, μεταπολιτευτικά χρόνια, αλλά πρέπει να ληφθεί υπόψη κάτι- πέραν φυσικά της «κληροδότησης» του φαινομένου από τη δικτατορία: Στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια κατέφθανε εδώ για τα καλά το «ωστικό κύμα» της μεγάλης παγκόσμιας κρίσης του 1973. Η εποχή εκείνη δεν είχε τα χαρακτηριστικά της «παγκοσμιοποίησης» που βιώνουμε στα νεώτερα χρόνια. Οι επιδράσεις και αλληλεπιδράσεις δεν γίνονταν με την ταχύτητα και τους «αυτοματισμούς» της σύγχρονης εποχής. Αυτή η παράμετρος είναι μια από τις πολλές που ενισχύουν το συμπέρασμα μελετητών –ερευνητών (πχ Σ. Καράγιωργας), ότι η οικονομική καθίζηση της χούντας ήταν κυρίως υπόθεση «εσωτερική» κι όχι απόρροια διεθνών, «εισαγόμενων» συγκυριών.
Η εγχώρια οικονομία είχε αρχίσει να παραπαίει προτού... αγριέψει η πετρελαϊκή κρίση του ’73, δηλαδή πριν από τον Οκτώβριο του έτους (τότε έγινε η σύρραξη Ισραήλ – Αράβων). Ασφαλώς προϋπήρχε συναλλαγματική κρίση, οι δε τιμές του πετρελαίου είχαν ανέβει από τα προηγούμενα χρόνια. Όλα αυτά, όμως, δεν θα αρκούσαν για να «ξεφουσκώσει» έτσι το...θαύμα των «εθνοσωτήρων», πριν από την όξυνση της κρίσης του’73, εάν το ίδιο δεν ήταν εν πολλοίς «φούσκα».
Στο κάτω- κάτω, δεν γίνεται οι υμνητές του φασισταριού της «εθνοσωτηρίου» να πιστώνουν στη χούντα την εποχή των «παχιών αγελάδων» του παγκόσμιου καπιταλισμού (διότι επί της ουσίας αυτό κάνουν), αλλά να μην αναγνωρίζουν καμία αποτυχία της, για νίλες που προηγήθηκαν κατά πολύ του Οκτωβρίου ’73. Αφήστε που ο Παπαδόπουλος είχε αναγγείλει πολύ νωρίτερα το... αδυνάτισμα των «αγελάδων». Προφανώς ως αντιστάθμισμα επήλθε η πάχυνση της τιμής του κρέατος, στη «χαραυγή» του ’73...
ΥΓ: Χορτάτοι πάντως έφυγαν από την Ελλάδα ξένοι επιχειρηματίες και εταιρείες που κλήθηκαν να συμβάλουν «εις την ανάπτυξιν» ή την «προσέλκυσιν επενδύσεων». Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, «έφαγαν ένα σκασμό λεφτά» χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτε (Πχ η αμερικανική εταιρεία «Λίτον», ο εργολάβος Ρόμπερτ Μακντόναλντ). Η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» αποδείχθηκε «Ελλάς Καλών Σαμαρειτών» για πολλούς. Επειδή όμως οι εξωφρενικές συμβάσεις εμπίπτουν στην κατηγορία των χουντικών σκανδάλων, λέμε να αφιερώσουμε σε αυτά ένα ξεχωριστό σημείωμα. Με πράματα, θάματα και... Τάματα. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σε κατοικους Ελλαδος ΔΕΝ γινονται δεκτά τα γκριγκλις.
Εαν ειστε κατοικος εξωτερικου και δεν μπορειτε να χρησιμοποιησετε Ελληνικο αλφαβητο, θα μεταφραζω εγω τα σχολια και θα τα παραθετω διπλα η κατω απο το δικο σας.
Σχολια σε αλλη γλωσσα επιτρεπονται.